Greek Meaning of retractable
Ανασυρόμενος
Other Greek words related to Ανασυρόμενος
- Αντιφάσκεται
- αρνούμαι
- απαρνηθώ
- αναληψη
- εγκαταλείπω
- απαρνηθώ
- απαγορεύω
- απαρνιέμαι
- ανακαλώ
- διαψεύδω
- παραιτούμαι
- εγκαταλείπω
- καταργώ
- αποκηρύσσω
- ξαναπαίρνω
- παραιτούμαι
- υποχωρώ
- επιστροφή προς τα πίσω
- αμφισβητώ
- απαγορεύω
- αρνούμαι
- αποκήρυξη
- απαρνιέμαι
- διαψεύδω
- διαμάχη
- εγκαταλείπω
- διαψεύδω
- εγκαταλείπω
- αρνούμαι
- αρνητικός
- αντικρούω
- ανάκληση
- ανακαλώ
- περιφρονώ
- παράδοση
- ανέκφραστο
- διαφωνώ (με)
Nearest Words of retractable
Definitions and Meaning of retractable in English
retractable (s)
capable of being retracted
retractable (a.)
Capable of being retracted; retractile.
FAQs About the word retractable
Ανασυρόμενος
capable of being retractedCapable of being retracted; retractile.
Αντιφάσκεται,αρνούμαι,απαρνηθώ,αναληψη,εγκαταλείπω,απαρνηθώ,απαγορεύω,απαρνιέμαι,ανακαλώ,διαψεύδω
αποδέχομαι,αναγνωρίζω,ομολογώ,Επιβεβαιώνω,προτείνω,Αίτηση,επιβεβαιώνω,διαγωνίζομαι,_δηλώνω_,Αμύνω
retract => ανακαλώ, retrace => Ιχνηλατώ, retoucher => Ρετουσέρ, retouch => Επανατοποθετώ, retoss => επαναφορά,