Greek Meaning of restringed
χορδάρισμα
Other Greek words related to χορδάρισμα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of restringed
- restringe => περιορίζει
- restrictiveness => περιορισμός
- restrictively => περιοριστικά
- restrictive clause => Περιοριστική δήλωση
- restrictive => περιοριστικός
- restrictionary => περιοριστικός
- restriction site => Περιοριστικό σημείο
- restriction nuclease => Ένζυμο αναστολής
- restriction fragment => Κατακερματισμός περιορισμού
- restriction enzyme => Ενζυμο περιορισμού
Definitions and Meaning of restringed in English
restringed (imp. & p. p.)
of Restringe
FAQs About the word restringed
χορδάρισμα
of Restringe
No synonyms found.
No antonyms found.
restringe => περιορίζει, restrictiveness => περιορισμός, restrictively => περιοριστικά, restrictive clause => Περιοριστική δήλωση, restrictive => περιοριστικός,