FAQs About the word restrictive clause

Περιοριστική δήλωση

a subordinate clause that limits or restricts the meaning of the noun phrase it modifies

No synonyms found.

No antonyms found.

restrictive => περιοριστικός, restrictionary => περιοριστικός, restriction site => Περιοριστικό σημείο, restriction nuclease => Ένζυμο αναστολής, restriction fragment => Κατακερματισμός περιορισμού,