FAQs About the word reprovision

Εφοδιασμός

to supply (a person or thing) with provisions to replace those consumed, to be supplied with provisions again

Δειπνήσω,παχαίνει,συμπληρώνω,ταΐζω στο χέρι,ακαταστασία,υπερταΐζω,επανατροφοδοσία,ταΐζω με το κουτάλι,περιμένω,τραπέζωμα

No antonyms found.

reproves => επιπλήττει, reproofs => επιπλήξεις, reproductions => αναπαραγωγές, reproducing => αναπαραγωγή, reproduced => αναπαράγω,