FAQs About the word remarry

παντρεύομαι ξανά

marry, not for the first timeTo marry again.

Ζευγάρι,παντρεύομαι,φίλος,ζευγαρώνονται,παντρεμένος

Διαζύγιο,ξεχωριστό

remarriage => επαναγαμία, remarque => παρατήρηση, remarking => σχολιάζοντας, remarker => σχολιαστής, remarked => παρατήρησε,