FAQs About the word remandment

Προφυλάκιση

A remand.

No synonyms found.

No antonyms found.

remanding => προσωρινή κράτηση, remanded => υπό κράτηση, remand => προφυλάκιση, remaking => επαναδημιουργία, remake => επαναδημιουργία,