Greek Meaning of reflexive pronoun
Ανακλαστικό αντωνυμία
Other Greek words related to Ανακλαστικό αντωνυμία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of reflexive pronoun
- reflexive => ανακλαστικός
- reflexity => Ανακλαστικότητα
- reflexion => αντανάκλαση
- reflexible => εύκαμπτος
- reflexibility => ανακλαστικότητα
- reflexed => αντανακλαστικός
- reflex response => αντανακλαστική αντίδραση
- reflex epilepsy => Αντανακλαστική επιληψία
- reflex camera => Καθρεπτική μηχανή
- reflex arc => Αντανακλαστικό τόξο
- reflexive verb => ανακλαστικό ρήμα
- reflexively => ανακλαστικά
- reflexiveness => ανακλαστικότητα
- reflexivity => Ανακλαστικότητα
- reflexly => ανακλαστικά
- reflexology => αντανακλαστική θεραπεία
- refloat => επαναφέρω στην επιφάνεια
- reflorescence => ανάβλαστηση
- reflourish => Ανθίζω εκ νέου
- reflow => Επαναπόρρευση
Definitions and Meaning of reflexive pronoun in English
reflexive pronoun (n)
a personal pronoun compounded with -self to show the agent's action affects the agent
FAQs About the word reflexive pronoun
Ανακλαστικό αντωνυμία
a personal pronoun compounded with -self to show the agent's action affects the agent
No synonyms found.
No antonyms found.
reflexive => ανακλαστικός, reflexity => Ανακλαστικότητα, reflexion => αντανάκλαση, reflexible => εύκαμπτος, reflexibility => ανακλαστικότητα,