Greek Meaning of reflex epilepsy
Αντανακλαστική επιληψία
Other Greek words related to Αντανακλαστική επιληψία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of reflex epilepsy
- reflex response => αντανακλαστική αντίδραση
- reflexed => αντανακλαστικός
- reflexibility => ανακλαστικότητα
- reflexible => εύκαμπτος
- reflexion => αντανάκλαση
- reflexity => Ανακλαστικότητα
- reflexive => ανακλαστικός
- reflexive pronoun => Ανακλαστικό αντωνυμία
- reflexive verb => ανακλαστικό ρήμα
- reflexively => ανακλαστικά
Definitions and Meaning of reflex epilepsy in English
reflex epilepsy (n)
a form of epilepsy in which attacks are induced by peripheral stimulation
FAQs About the word reflex epilepsy
Αντανακλαστική επιληψία
a form of epilepsy in which attacks are induced by peripheral stimulation
No synonyms found.
No antonyms found.
reflex camera => Καθρεπτική μηχανή, reflex arc => Αντανακλαστικό τόξο, reflex angle => Γωνία ανάκλασης, reflex action => Αντανακλαστική δράση, reflex => αντανακλαστικό,