Greek Meaning of queens
queens
Other Greek words related to queens
Nearest Words of queens
- queen's counsel => βασιλικός δικηγόρος
- queen's crape myrtle => Μυρτιά
- queen's cup => Κύπελλο Βασίλισσας
- queen's english => τα αγγλικά της βασίλισσας
- queensboro bridge => Γέφυρα Κουίνσμπορο
- queenship => βασίλισσα
- queen-size => Μεγάλο διπλό
- queen-sized => Μεγέθους queen-size
- queensland => Κουίνσλαντ
- queensland bottletree => Δέντρο Μπουκάλι του Κουίνσλαντ
Definitions and Meaning of queens in English
queens (n)
a borough of New York City
FAQs About the word queens
Definition not available
a borough of New York City
ντίβες,θεές,πριγκίπισσες,κατάδυση,ιέρειες
τσάντες,Μάγισσες,Frumps,μάγισσες,Μάγισσες
queenly => βασιλικός, queenliness => Βασιλικότητα, queenlike => βασιλικός, queening => Βασίλισσα, queenhood => Βασίλισσα,