Greek Meaning of pyrite
πυρίτης
Other Greek words related to πυρίτης
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of pyrite
- pyrites => Πυρίτης
- pyrocellulose => Πυροξυλόζη
- pyrocephalus => Βασιλικος (Βραζιλια)
- pyrocephalus rubinus mexicanus => Ποδοκήφηξ του Μεξικού
- pyrochemical => πυροχημικός
- pyrochemical process => Πυροχημική διαδικασία
- pyrochemistry => Πυροχημεία
- pyroelectric => πυροηλεκτρικός
- pyroelectrical => πυροηλεκτρικός
- pyroelectricity => Πυροηλεκτρισμός
Definitions and Meaning of pyrite in English
pyrite (n)
a common mineral (iron disulfide) that has a pale yellow color
FAQs About the word pyrite
πυρίτης
a common mineral (iron disulfide) that has a pale yellow color
No synonyms found.
No antonyms found.
pyrimidine => πυριμιδίνη, pyrilamine => Πυριλαμίνη, pyriform lobe => αχλαδόσχημος λοβός, pyriform area => Αχλαδόμορφη περιοχή, pyridoxine => πυριδοξίνη,