FAQs About the word pursuers

διώκτες

to try to obtain or accomplish, to follow up or proceed with, to follow in order to overtake, capture, kill, or defeat, to go in pursuit, to follow in order to

κυνηγοί,κυνηγοί,Δολοφόνοι,αρπακτικά,Σαρκοφάγα,δολοφόνοι

παιχνίδια,θήραμα,λατομεία,κυνηγάει,λεία,θύματα

pursiness => δυσκολία στην αναπνοή, purses => πορτοφόλια, purring => γουργούρισμα, purred => γουργούρισμα, purposively => σκόπιμα,