Greek Meaning of pudendal slit
Αιδοιοκολπική σχισμή
Other Greek words related to Αιδοιοκολπική σχισμή
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of pudendal slit
- pudendal cleft => Αιδοιοσχιστό
- pudendal block => Αιδοιοπυελικός αποκλεισμός
- pudendal artery => αρτηρία του αιδοίου
- pudendal => αιδοιικός
- puddler => γουρούνα
- puddle => λακκούβα
- pudding-wife => Σύζυγος πουτίγκα
- puddingheaded => Puddinghead
- pudding-face => Προσώπου πουτίγκας
- pudding wife => Σύζυγος πουτίγκα
Definitions and Meaning of pudendal slit in English
pudendal slit (n)
the fissure between the labia majora
FAQs About the word pudendal slit
Αιδοιοκολπική σχισμή
the fissure between the labia majora
No synonyms found.
No antonyms found.
pudendal cleft => Αιδοιοσχιστό, pudendal block => Αιδοιοπυελικός αποκλεισμός, pudendal artery => αρτηρία του αιδοίου, pudendal => αιδοιικός, puddler => γουρούνα,