Greek Meaning of protectorship

Προτεκτοράτο

Other Greek words related to Προτεκτοράτο

Definitions and Meaning of protectorship in English

Wordnet

protectorship (n)

the position of protector

FAQs About the word protectorship

Προτεκτοράτο

the position of protector

σωματοφύλακας,θεματοφύλακας,υπερασπιστής,κηδεμόνας,Προστασία,πρωταθλητής,Φύλακας,Άγγελος φύλακας,Τερματοφύλακας,συντηρητικός

No antonyms found.

protectorate => Προτεκτοράτο, protector of boundaries => Φύλακας συνόρων, protector => προστάτης, protectiveness => προστασία, protectively => προστατευτικά,