Greek Meaning of protectively

προστατευτικά

Other Greek words related to προστατευτικά

Definitions and Meaning of protectively in English

Wordnet

protectively (r)

in a protective manner

FAQs About the word protectively

προστατευτικά

in a protective manner

Αμύνω,Φύλακας,προστασία,ασπίδα,περίφραξη,υπερασπίζομαι, προστατεύω,κρατάω,διατηρώ,αποτρέπω,αποθήκευση

περικυκλωμένος,σπήλαιο,Κατακλύζω,υποβάλλω,απόδοση,πολιορκώ,παραδίδω,καταιγίδα

protective tariff => Προστατευτικός δασμός, protective garment => προστατευτικό ένδυμα, protective fold => προστατευτικό δίπλωμα, protective embankment => Προστατευτική επιχωμάτωση, protective covering => Προστατευτικό κάλυμμα,