Greek Meaning of privations

στερήσεις

Other Greek words related to στερήσεις

Definitions and Meaning of privations in English

privations

lack of what is needed for existence, an act or instance of depriving, the state of being deprived

FAQs About the word privations

στερήσεις

lack of what is needed for existence, an act or instance of depriving, the state of being deprived

στερήσεις,στερείται,απουσίες,αρνήσεις,απώλειες,πένθη,ελλείψεις,ελλείψεις,αποστερήσεις,χάνει

στοιχεία ελέγχου,κέρδη,ιδιοκτησίες,συσσωρεύσεις,ιδιοκτησίες

privateering => πειρατεία, private investigators => ιδιωτικοί ερευνητές, private eyes => Ιδιωτικός ντετέκτιβ, private detectives => ιδιωτικοί ντετέκτιβ, pristinely => παρθένικα,