Greek Meaning of power meter
μετρητής ισχύος
Other Greek words related to μετρητής ισχύος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of power meter
- power loom => Μηχανικός αργαλειός
- power loading => Φόρτωση ισχύος
- power line => Γραμμή μεταφοράς ρεύματος
- power law => Νόμος δύναμης
- power hunger => δίψα για εξουσία
- power hammer => Σφυρηλάτηση
- power grid => ηλεκτρικό δίκτυο
- power failure => Διακοπή ρεύματος
- power drill => Τρυπάνι
- power dive => Κατακόρυφη πτώση
- power module => Μονάδα ισχύος
- power mower => Κουρευτική μηχανή με κινητήρα
- power of appointment => Δικαίωμα διορισμού
- power of attorney => Πληρεξούσιο
- power outage => διακοπή ρεύματος
- power pack => Μπαταρία
- power plant => Σταθμός ηλεκτροπαραγωγής
- power play => παίγνιο εξουσίας
- power point => Microsoft PowerPoint
- power politics => Πολιτική εξουσίας
Definitions and Meaning of power meter in English
power meter (n)
a meter for measuring the amount of electric power used
FAQs About the word power meter
μετρητής ισχύος
a meter for measuring the amount of electric power used
No synonyms found.
No antonyms found.
power loom => Μηχανικός αργαλειός, power loading => Φόρτωση ισχύος, power line => Γραμμή μεταφοράς ρεύματος, power law => Νόμος δύναμης, power hunger => δίψα για εξουσία,