Greek Meaning of power line
Γραμμή μεταφοράς ρεύματος
Other Greek words related to Γραμμή μεταφοράς ρεύματος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of power line
- power law => Νόμος δύναμης
- power hunger => δίψα για εξουσία
- power hammer => Σφυρηλάτηση
- power grid => ηλεκτρικό δίκτυο
- power failure => Διακοπή ρεύματος
- power drill => Τρυπάνι
- power dive => Κατακόρυφη πτώση
- power couple => Δυναμικό ζευγάρι
- power cord => Καλώδιο ρεύματος
- power company => Εταιρεία ηλεκτρισμού
- power loading => Φόρτωση ισχύος
- power loom => Μηχανικός αργαλειός
- power meter => μετρητής ισχύος
- power module => Μονάδα ισχύος
- power mower => Κουρευτική μηχανή με κινητήρα
- power of appointment => Δικαίωμα διορισμού
- power of attorney => Πληρεξούσιο
- power outage => διακοπή ρεύματος
- power pack => Μπαταρία
- power plant => Σταθμός ηλεκτροπαραγωγής
Definitions and Meaning of power line in English
power line (n)
cable used to distribute electricity
FAQs About the word power line
Γραμμή μεταφοράς ρεύματος
cable used to distribute electricity
No synonyms found.
No antonyms found.
power law => Νόμος δύναμης, power hunger => δίψα για εξουσία, power hammer => Σφυρηλάτηση, power grid => ηλεκτρικό δίκτυο, power failure => Διακοπή ρεύματος,