Greek Meaning of potassium dichromate
Διοξείδιο του χρωμίου
Other Greek words related to Διοξείδιο του χρωμίου
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of potassium dichromate
- potassium chloride => Χλωριούχο κάλιο
- potassium carbonate => ανθρακικό κάλιο
- potassium bromide => Βρωμιούχο κάλιο
- potassium bitartrate => Διτρυγικό κάλιο
- potassium bicarbonate => Ανθρακικό κάλιο
- potassium alum => Κάλιο αργίλιο
- potassium acid carbonate => Διττανθρακικό κάλιο
- potassium => Κάλιο
- potash muriate => Χλωριούχο κάλιο
- potash alum => Στυπτηρία
- potassium ferrocyanide => κυανοσιδήριο κάλιο
- potassium hydrogen carbonate => Υδρογονανθρακικό κάλιο
- potassium hydrogen tartrate => Τρυγικό οξύ κάλιου
- potassium hydroxide => υδροξείδιο του καλίου
- potassium iodide => Ιωδιούχο κάλιο
- potassium muriate => Χλωριούχο κάλιο
- potassium nitrate => Νιτρικό κάλιο
- potassium permanganate => Υπερμαγγανικό κάλιο
- potassium sodium tartrate => Τρυγικό κάλιο-νάτριο
- potassium-argon dating => Χρονολόγηση καλίου-αργού
Definitions and Meaning of potassium dichromate in English
potassium dichromate (n)
an orange-red salt used in making dyes and in photography
FAQs About the word potassium dichromate
Διοξείδιο του χρωμίου
an orange-red salt used in making dyes and in photography
No synonyms found.
No antonyms found.
potassium chloride => Χλωριούχο κάλιο, potassium carbonate => ανθρακικό κάλιο, potassium bromide => Βρωμιούχο κάλιο, potassium bitartrate => Διτρυγικό κάλιο, potassium bicarbonate => Ανθρακικό κάλιο,