Greek Meaning of post-maturity
μεταωριμότητα
Other Greek words related to μεταωριμότητα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of post-maturity
- postmature infant => Μεταημερολήπτικο βρέφος
- postmaster general => γενικός ταχυδρόμος
- postmaster => Ταχυδρόμος
- postmark => Ταχυδρομική σφραγίδα
- postman => ταχυδρόμος
- postlude => Μετακοιμήδιο
- post-it => άλλο
- posting => καταχώρηση
- postindustrial => Μεταβιομηχανικός
- post-impressionist => μετα-ιμπρεσιονισμός
- postmenopausal => εμμηνοπαυσιακή
- post-menopause => Μετεμμηνόπαυση
- postmeridian => μεσημέρι
- postmillennial => μεταχιλιετής
- postmistress => διευθύντρια ταχυδρομείου
- postmodern => μεταμοντέρνο
- postmodernism => Μεταμοντερνισμός
- postmodernist => μεταμοντέρνος
- postmortal => Μεταθανάτιος
- postmortem => νεκροψία
Definitions and Meaning of post-maturity in English
post-maturity (n)
the state in which women have stopped ovulating
FAQs About the word post-maturity
μεταωριμότητα
the state in which women have stopped ovulating
No synonyms found.
No antonyms found.
postmature infant => Μεταημερολήπτικο βρέφος, postmaster general => γενικός ταχυδρόμος, postmaster => Ταχυδρόμος, postmark => Ταχυδρομική σφραγίδα, postman => ταχυδρόμος,