FAQs About the word pluralisation

πολυπληθυντικός

the act of pluralizing or attributing plurality to

No synonyms found.

No antonyms found.

plural form => πληθυντικός αριθμός, plural => πληθυντικός, pluperfect tense => Υπερσυντέλικος, pluperfect => παρατατικός χρόνος, plunket => Plunket,