Greek Meaning of physicological
φυσιολογικός
Other Greek words related to φυσιολογικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of physicological
- physicologic => φυσιολογικό
- physicochemical => Φυσικοχημικός
- physico- => φυσικο-
- physicking => θεραπεία
- physicist => Φυσικός
- physicism => Φυσικαλισμός
- physician-patient privilege => Ιατρικό απόρρητο
- physicianed => γιατρός
- physician-assisted suicide => Ιατρικώς υποβοηθούμενη αυτοκτονία
- physician => γιατρός
- physicology => Φυσιολογία
- physico-mathematics => Φυσικο-μαθηματικός
- physico-philosophy => φυσικοφιλοσοφία
- physico-theology => φυσική θεολογία
- physics => φυσική
- physics department => Τμήμα Φυσικής
- physics lab => Εργαστήριο Φυσικής
- physics laboratory => Εργαστήριο Φυσικής
- physidae => Physidae
- physiocrat => Φυσιοκράτης
Definitions and Meaning of physicological in English
physicological (a.)
Of or pertaining to physicologic.
FAQs About the word physicological
φυσιολογικός
Of or pertaining to physicologic.
No synonyms found.
No antonyms found.
physicologic => φυσιολογικό, physicochemical => Φυσικοχημικός, physico- => φυσικο-, physicking => θεραπεία, physicist => Φυσικός,