FAQs About the word pharmacologist

Φαρμακολόγος

someone trained in the science of drugs (their composition and uses and effects)One skilled in pharmacology.

φαρμακοποιός,φαρμακοποιός,φαρμακοποιός,φαρμακοποιός

No antonyms found.

pharmacologically => φαρμακολογικά, pharmacological medicine => φαρμακολογία, pharmacological => φαρμακολογικός, pharmacologic => φαρμακολογικός, pharmacolite => φαρμακολίτης,