Greek Meaning of pharmacologic
φαρμακολογικός
Other Greek words related to φαρμακολογικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of pharmacologic
- pharmacolite => φαρμακολίτης
- pharmacokinetics => Φαρμακοκινητική
- pharmacography => Φαρμακογραφία
- pharmacognosy => Φαρμακογνωσία
- pharmacognosis => Φαρμακογνωσία
- pharmacogenetics => Φαρμακογενετική
- pharmacodynamics => Φαρμακοδυναμική
- pharmacodymanics => φαρμακοδυναμική
- pharmacist => φαρμακοποιός
- pharmaceutist => Φαρμακοποιός
- pharmacological => φαρμακολογικός
- pharmacological medicine => φαρμακολογία
- pharmacologically => φαρμακολογικά
- pharmacologist => Φαρμακολόγος
- pharmacology => Φαρμακολογία
- pharmacomathy => Φαρμακομετρία
- pharmacon => φάρμακον
- pharmacopeia => φαρμακοποιία
- pharmacopoeia => Φαρμακοποιία
- pharmacopolist => Φαρμακοποιός
Definitions and Meaning of pharmacologic in English
pharmacologic (a)
of or relating to pharmacology
FAQs About the word pharmacologic
φαρμακολογικός
of or relating to pharmacology
No synonyms found.
No antonyms found.
pharmacolite => φαρμακολίτης, pharmacokinetics => Φαρμακοκινητική, pharmacography => Φαρμακογραφία, pharmacognosy => Φαρμακογνωσία, pharmacognosis => Φαρμακογνωσία,