Greek Meaning of petcock
βαλβίδα
Other Greek words related to βαλβίδα
Nearest Words of petcock
- petchary => petchary
- petaurus => Σκίουρος του δάσους
- petauristidae => Petauridae
- petaurista petaurista => Ιπτάμενος σκίουρος
- petaurista => ιπτάμενος σκίουρος
- petaurist => ιπτάμενος σκίουρος
- petasus => πέτασος
- petasites vulgaris => Συμφυτοδανοθέρα
- petasites sagitattus => Πετασίτης ο βελοειδής
- petasites hybridus => πετασίτης ο υβριδικός
- pete seeger => Πιτ Σίγκερ
- petechia => πετέχεια
- petechiae => Πετέχειες
- petechial => πετέχεια
- peter => Πέτρος
- peter abelard => Πέτρος Αβελάρδος
- peter alexander ustinov => Πίτερ Αλεξάντερ Ουστίνοφ
- peter behrens => Πέτερ Μπέρενς
- peter carl faberge => Πίτερ Καρλ Φαμπερζέ
- peter carl goldmark => Πίτερ Καρλ Γκόλντμαρκ
Definitions and Meaning of petcock in English
petcock (n)
regulator consisting of a small cock or faucet or valve for letting out air or releasing compression or draining
FAQs About the word petcock
βαλβίδα
regulator consisting of a small cock or faucet or valve for letting out air or releasing compression or draining
Πετεινός,βρύση,Βαλβίδα,πύλη,Κανουλα,Βρύση,Βρύση,πυροσβεστική κρουνόσ,Βρύση
No antonyms found.
petchary => petchary, petaurus => Σκίουρος του δάσους, petauristidae => Petauridae, petaurista petaurista => Ιπτάμενος σκίουρος, petaurista => ιπτάμενος σκίουρος,