Greek Meaning of perfluorocarbon
περφθοριωμένο ανθρακούχο καύσιμο
Other Greek words related to περφθοριωμένο ανθρακούχο καύσιμο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of perfluorocarbon
- perfoliate => εναγκαλιζόμενη τον μίσχο
- perfoliate leaf => Φύλλα περιεκτικά
- perforata => διάτρητη
- perforate => τρυπάω
- perforated => διάτρητος
- perforated eardrum => Τυμπανική μεμβράνη τρυπημένη
- perforating => διάτρησης
- perforating vein => διάτρητη φλέβα
- perforation => διάτρηση
- perforative => διάτρητος
Definitions and Meaning of perfluorocarbon in English
perfluorocarbon (n)
a powerful greenhouse gas emitted during the production of aluminum
FAQs About the word perfluorocarbon
περφθοριωμένο ανθρακούχο καύσιμο
a powerful greenhouse gas emitted during the production of aluminum
No synonyms found.
No antonyms found.
perflation => διοχέτευση αέρα, perflate => φυσάω, perflable => διατρητός, perfix => πρόθημα, perfit => τέλειος,