Greek Meaning of perflation
διοχέτευση αέρα
Other Greek words related to διοχέτευση αέρα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of perflation
- perfluorocarbon => περφθοριωμένο ανθρακούχο καύσιμο
- perfoliate => εναγκαλιζόμενη τον μίσχο
- perfoliate leaf => Φύλλα περιεκτικά
- perforata => διάτρητη
- perforate => τρυπάω
- perforated => διάτρητος
- perforated eardrum => Τυμπανική μεμβράνη τρυπημένη
- perforating => διάτρησης
- perforating vein => διάτρητη φλέβα
- perforation => διάτρηση
Definitions and Meaning of perflation in English
perflation (n.)
The act of perflating.
FAQs About the word perflation
διοχέτευση αέρα
The act of perflating.
No synonyms found.
No antonyms found.
perflate => φυσάω, perflable => διατρητός, perfix => πρόθημα, perfit => τέλειος, perfidy => απάτη,