Greek Meaning of pelagic
πελαγικός
Other Greek words related to πελαγικός
Nearest Words of pelagic
- pelagic bird => Πελαγικό πουλί
- pelagius => Πελάγιος
- pelargonic => πελαργονικό
- pelargonium => Γεράνι
- pelargonium graveolens => Γεράνι μυρωδάτο
- pelargonium hortorum => Πελαργόνιον
- pelargonium limoneum => Πελαργόνι το λεμονένιο
- pelargonium odoratissimum => Άρωμα πελαργονίου
- pelargonium peltatum => πελαργόνιουμ με φύλλα κισσού, πελαργόνιο
- pelasgian => πελασγικός
Definitions and Meaning of pelagic in English
pelagic (a)
relating to or occurring or living in or frequenting the open ocean
pelagic (a.)
Of or pertaining to the ocean; -- applied especially to animals that live at the surface of the ocean, away from the coast.
FAQs About the word pelagic
πελαγικός
relating to or occurring or living in or frequenting the open oceanOf or pertaining to the ocean; -- applied especially to animals that live at the surface of t
Θαλάσσιος,ωκεάνιος,βενθικά,βαθιά θάλασσα,ναυτικός,Υποβρύχιου,αβυσσαλέα,Ναυαρχείο,βαθιά νερά,Υδρογραφικός
παράκτιο
pelagianism => Πελαγιανισμός, pelagian => πελαγικός, pelage => Τούφα, pela => δέρμα, pel => γούνα,