Greek Meaning of particularist
ιδιοτελής
Other Greek words related to ιδιοτελής
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of particularist
- particularism => ιδιαιτερισμός
- particularised => Ειδικός
- particularise => λεπτομερής
- particularisation => συγκεκριμενοποίηση
- particular proposition => συγκεκριμένη πρόταση
- particular baptist => Ιδιαιτερος βάπτιστής
- particular => ιδιαίτερο
- particoloured => πολύχρωμο
- particolored buckeye => Αμερικάνικη ίππος καστανιά
- parti-colored => πολύχρωμος
- particularistic => ιδιαίτερος
- particularities => ιδιαιτερότητες
- particularity => Ιδιαιτερότητα
- particularization => Προσδιορισμός
- particularize => να καθορίσει
- particularized => συγκεκριμένος
- particularizing => καθορίζοντας
- particularly => ιδιαίτερα
- particularment => ιδιαίτερα
- particulate => σωματιδιακός
Definitions and Meaning of particularist in English
particularist (n.)
One who holds to particularism.
FAQs About the word particularist
ιδιοτελής
One who holds to particularism.
No synonyms found.
No antonyms found.
particularism => ιδιαιτερισμός, particularised => Ειδικός, particularise => λεπτομερής, particularisation => συγκεκριμενοποίηση, particular proposition => συγκεκριμένη πρόταση,