Greek Meaning of parietic
βρεγματικό
Other Greek words related to βρεγματικό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of parietic
- parietes => τοίχοι
- parietary => βρεγματικό
- parietaria difussa => Παρθενίτσα η διαπεπταμένη
- parietaria => Τσιπούρα
- parietales => βρεγματικά
- parietal pleura => Παρειοκοιλιακή μεμβράνη
- parietal placentation => Επιτοιχιακός πλακούντας
- parietal pericardium => Παρειώδειος περικάρδιο
- parietal lobe => Βρεγματικός λοβός
- parietal gyrus => Βρεγματικός γύρος
- parietine => παριετίνη
- parieto- => βρεγματικό-
- parietomastoid suture => Ραφή βρεγματική μαστοειδής
- parieto-occipital fissure => Σχισμή βρεγματικού-ινιακού οστού
- parieto-occipital sulcus => ινιακή αυλάκωση
- parillin => Παριλίνη
- parimutuel => Πάρι μιουτουέλ
- pari-mutuel machine => Μηχάνημα παράλληλου αμοιβαίου στοιχήματος
- paring => Ξύσιμο
- paring knife => μαχαίρι για το ξεφλούδισμα
Definitions and Meaning of parietic in English
parietic (a.)
Pertaining to, or designating, an acid found in the lichen Parmelia parietina, and called also chrysophanic acid.
FAQs About the word parietic
βρεγματικό
Pertaining to, or designating, an acid found in the lichen Parmelia parietina, and called also chrysophanic acid.
No synonyms found.
No antonyms found.
parietes => τοίχοι, parietary => βρεγματικό, parietaria difussa => Παρθενίτσα η διαπεπταμένη, parietaria => Τσιπούρα, parietales => βρεγματικά,