FAQs About the word oxidant

Οξειδωτικό

a substance that oxidizes another substance

No synonyms found.

No antonyms found.

oxidable => Οξειδώσιμο, oxidability => Οξειδωσιμότητα, oxid => οξείδιο, oxhide => Δέρμα βοδιού, oxheart cherry => κεράσι βόδι,