Greek Meaning of oxidable
Οξειδώσιμο
Other Greek words related to Οξειδώσιμο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of oxidable
- oxidant => Οξειδωτικό
- oxidase => Οξειδάση
- oxidate => Οξειδώνω
- oxidated => οξειδωμένο
- oxidating => οξειδωτικό
- oxidation => Οξείδωση
- oxidation number => Αριθμός οξείδωσης
- oxidation state => Βαθμός οξείδωσης
- oxidation-reduction => Οξείδωση-Αναγωγή
- oxidation-reduction indicator => Δείκτης οξειδοαναγωγής
Definitions and Meaning of oxidable in English
oxidable (a.)
Capable of being converted into an oxide.
FAQs About the word oxidable
Οξειδώσιμο
Capable of being converted into an oxide.
No synonyms found.
No antonyms found.
oxidability => Οξειδωσιμότητα, oxid => οξείδιο, oxhide => Δέρμα βοδιού, oxheart cherry => κεράσι βόδι, oxheart => καρδιά βοδιού,