FAQs About the word out-patient

εξωτερικός ασθενής

A patient who is outside a hospital, but receives medical aid from it.

νοσηλευόμενος ασθενής,ασθενής,υπόθεση,ανάρρωση,αποκατασταμένος,πάσχων,θύμα

No antonyms found.

outpatient => εξωτερικός ασθενής, outpassion => Outpassion, outpass => Διαβατήριο εξόδου, outpart => Εξωτερικό τμήμα, outparish => Παραπάρθιο,