Greek Meaning of organic disorder
οργανική διαταραχή
Other Greek words related to οργανική διαταραχή
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of organic disorder
- organic compound => οργανική ένωση
- organic chemistry => Οργανική χημεία
- organic brain syndrome => Οργανικό εγκεφαλικό σύνδρομο
- organic => οργανικό
- organ-grinder => Οργανοπαίκτης
- organelle => οργανίδιο
- organdy => οργαντί
- organdie => οργαντίνα
- organ transplant => Μεταμόσχευση οργάνων
- organ stop => στάση οργάνου
- organic evolution => Οργανική εξέλιξη
- organic fertiliser => Βιολογικό λίπασμα
- organic fertilizer => Οργανικά λιπάσματα
- organic law => Οργανικός νόμος
- organic light-emitting diode => Οργανική δίοδος εκπομπής φωτός
- organic phenomenon => Οργανικό φαινόμενο
- organic process => οργανική διαδικασία
- organic structure => Οργανική δομή
- organical => βιολογικό
- organically => βιολογικά
Definitions and Meaning of organic disorder in English
organic disorder (n)
disorder caused by a detectable physiological or structural change in an organ
FAQs About the word organic disorder
οργανική διαταραχή
disorder caused by a detectable physiological or structural change in an organ
No synonyms found.
No antonyms found.
organic compound => οργανική ένωση, organic chemistry => Οργανική χημεία, organic brain syndrome => Οργανικό εγκεφαλικό σύνδρομο, organic => οργανικό, organ-grinder => Οργανοπαίκτης,