Greek Meaning of oil pump
αντλία λαδιού
Other Greek words related to αντλία λαδιού
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of oil pump
- oil production => Παραγωγή πετρελαίου
- oil pressure => Πίεση λαδιού
- oil pipeline => αγωγός πετρελαίου
- oil palm => Ελαιοφοίνικας
- oil painting => Ελαιογραφία
- oil painter => Ζωγράφος με λάδια
- oil paint => ελαιοχρωματισμός
- oil of wintergreen => αιθέριο έλαιο γλυστριδαριάς
- oil of vitriol => θειικό οξύ
- oil of turpentine => Τρεμεντίνη
- oil refinery => Διυλιστήριο πετρελαίου
- oil rig => Εξέδρα άντλησης πετρελαίου
- oil rigger => Ελαιοτριβέας
- oil shale => σχιστόλιθος με πετρέλαιο
- oil slick => Πετρελαιοκηλίδα
- oil stain => Λαδερό λεκέ
- oil tanker => Δεξαμενόπλοιο πετρελαίου
- oil tycoon => πετρελαϊκός μεγιστάνας
- oil well => Πετρελαιοπηγή
- oil-bearing => ελαιούχος
Definitions and Meaning of oil pump in English
oil pump (n)
a pump that keeps a supply of oil on moving parts
FAQs About the word oil pump
αντλία λαδιού
a pump that keeps a supply of oil on moving parts
No synonyms found.
No antonyms found.
oil production => Παραγωγή πετρελαίου, oil pressure => Πίεση λαδιού, oil pipeline => αγωγός πετρελαίου, oil palm => Ελαιοφοίνικας, oil painting => Ελαιογραφία,