Greek Meaning of oil of wintergreen
αιθέριο έλαιο γλυστριδαριάς
Other Greek words related to αιθέριο έλαιο γλυστριδαριάς
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of oil of wintergreen
- oil paint => ελαιοχρωματισμός
- oil painter => Ζωγράφος με λάδια
- oil painting => Ελαιογραφία
- oil palm => Ελαιοφοίνικας
- oil pipeline => αγωγός πετρελαίου
- oil pressure => Πίεση λαδιού
- oil production => Παραγωγή πετρελαίου
- oil pump => αντλία λαδιού
- oil refinery => Διυλιστήριο πετρελαίου
- oil rig => Εξέδρα άντλησης πετρελαίου
Definitions and Meaning of oil of wintergreen in English
oil of wintergreen (n)
oil or flavoring obtained from the creeping wintergreen or teaberry plant
FAQs About the word oil of wintergreen
αιθέριο έλαιο γλυστριδαριάς
oil or flavoring obtained from the creeping wintergreen or teaberry plant
No synonyms found.
No antonyms found.
oil of vitriol => θειικό οξύ, oil of turpentine => Τρεμεντίνη, oil of cloves => Λάδι γαρίφαλου, oil nut => Ελιά, oil meal => Πιτυρούχο,