Greek Meaning of nuclear terrorism
nuclear terrorism
Other Greek words related to nuclear terrorism
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of nuclear terrorism
- nuclear submarine => Πυρηνικό υποβρύχιο
- nuclear rna => Πυρηνικό RNA
- nuclear resonance => πυρηνικός συντονισμός
- nuclear regulatory commission => Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας
- nuclear reactor => πυρηνικός αντιδραστήρας
- nuclear reaction => Πυρηνική αντίδραση
- nuclear propulsion => Πυρηνική πρόωση
- nuclear power => Πυρηνική ενέργεια
- nuclear physics => πυρηνική φυσική
- nuclear physicist => πυρηνικός φυσικός
- nuclear transplantation => Πυρηνική μεταμόσχευση
- nuclear winter => Πυρηνικός χειμώνας
- nuclear-powered ship => Πλοίο με πυρηνική ενέργεια
- nuclear-powered submarine => Πυρηνικό υποβρύχιο
- nuclease => Νουκλεάση
- nucleate => πυρηνικός
- nucleated => πυρηνικός
- nuclei => πυρήνας
- nucleic acid => Νουκλεϊκό οξύ
- nucleiform => Πυρηνόμορφο
Definitions and Meaning of nuclear terrorism in English
nuclear terrorism (n)
the use of a nuclear device by a terrorist organization to cause massive devastation or the use (or threat of use) of fissionable radioactive materials
FAQs About the word nuclear terrorism
Definition not available
the use of a nuclear device by a terrorist organization to cause massive devastation or the use (or threat of use) of fissionable radioactive materials
No synonyms found.
No antonyms found.
nuclear submarine => Πυρηνικό υποβρύχιο, nuclear rna => Πυρηνικό RNA, nuclear resonance => πυρηνικός συντονισμός, nuclear regulatory commission => Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας, nuclear reactor => πυρηνικός αντιδραστήρας,