Greek Meaning of nucleated
πυρηνικός
Other Greek words related to πυρηνικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of nucleated
- nucleate => πυρηνικός
- nuclease => Νουκλεάση
- nuclear-powered submarine => Πυρηνικό υποβρύχιο
- nuclear-powered ship => Πλοίο με πυρηνική ενέργεια
- nuclear winter => Πυρηνικός χειμώνας
- nuclear transplantation => Πυρηνική μεταμόσχευση
- nuclear submarine => Πυρηνικό υποβρύχιο
- nuclear rna => Πυρηνικό RNA
- nuclear resonance => πυρηνικός συντονισμός
- nuclear regulatory commission => Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας
- nuclei => πυρήνας
- nucleic acid => Νουκλεϊκό οξύ
- nucleiform => Πυρηνόμορφο
- nuclein => νουκλεΐνη
- nucleobranch => Πυρηνobρaγχιa
- nucleobranchiata => Πυρηνικά βράγχια
- nucleoidioplasma => Νουκλεοειδιοπλάσμα
- nucleolar => πυρηνίσκιος
- nucleolar organiser => Πυρηνίσκος διοργανωτής
- nucleolar organizer => Διοργανωτής πυρήνωμα
Definitions and Meaning of nucleated in English
nucleated (a)
having a nucleus or occurring in the nucleus
nucleated (a.)
Having a nucleus; nucleate; as, nucleated cells.
FAQs About the word nucleated
πυρηνικός
having a nucleus or occurring in the nucleusHaving a nucleus; nucleate; as, nucleated cells.
No synonyms found.
No antonyms found.
nucleate => πυρηνικός, nuclease => Νουκλεάση, nuclear-powered submarine => Πυρηνικό υποβρύχιο, nuclear-powered ship => Πλοίο με πυρηνική ενέργεια, nuclear winter => Πυρηνικός χειμώνας,