Greek Meaning of noctambulist
υπνοβάτης
Other Greek words related to υπνοβάτης
Nearest Words of noctambulist
Definitions and Meaning of noctambulist in English
noctambulist (n)
someone who walks about in their sleep
noctambulist (n.)
A somnambulist.
FAQs About the word noctambulist
υπνοβάτης
someone who walks about in their sleepA somnambulist.
Νυχτερινός ιππέας,υπνοβάτης,νυχτοπούλι,περιπατητής της νύχτας,θαμώνας νυχτερινών κέντρων,γυδοβός,τύπος της παμπ
πρωινό πουλί, πρωινό σκουλήκι
noctambulism => υπνοβασία, noctambulation => Διανυκτέρευση, nock => Κάρφωμα, nocive => επιβλαβής, nociceptive => νοσιεπτικός,