FAQs About the word noctambulist

υπνοβάτης

someone who walks about in their sleepA somnambulist.

Νυχτερινός ιππέας,υπνοβάτης,νυχτοπούλι,περιπατητής της νύχτας,θαμώνας νυχτερινών κέντρων,γυδοβός,τύπος της παμπ

πρωινό πουλί, πρωινό σκουλήκι

noctambulism => υπνοβασία, noctambulation => Διανυκτέρευση, nock => Κάρφωμα, nocive => επιβλαβής, nociceptive => νοσιεπτικός,