Greek Meaning of nightwalker
περιπατητής της νύχτας
Other Greek words related to περιπατητής της νύχτας
Nearest Words of nightwalker
Definitions and Meaning of nightwalker in English
nightwalker (n)
terrestrial worm that burrows into and helps aerate soil; often surfaces when the ground is cool or wet; used as bait by anglers
FAQs About the word nightwalker
περιπατητής της νύχτας
terrestrial worm that burrows into and helps aerate soil; often surfaces when the ground is cool or wet; used as bait by anglers
Νυχτερινός ιππέας,υπνοβάτης,γυδοβός,νυχτοπούλι,θαμώνας νυχτερινών κέντρων,υπνοβάτης,τύπος της παμπ
πρωινό πουλί, πρωινό σκουλήκι
nighttime => νύχτα, night-stop => διανυκτέρευση, nightstick => ρόπαλο, nightspot => νυχτερινό κέντρο, night-sight => Νυχτερινή όραση,