Greek Meaning of new-sprung
Νεογέννητο
Other Greek words related to Νεογέννητο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of new-sprung
- newsprint => Εφημεριδοποιία
- newsperson => Δημοσιογράφος
- newspeak => Νεομιλησιά
- newspaperwoman => Δημοσιογράφος
- newspaperman => εφημεριδογράφος
- newspapering => δημοσιογραφία
- newspaper publisher => Εκδότης εφημερίδας
- newspaper headline => Τίτλος εφημερίδας
- newspaper editor => αρχισυντάκτης εφημερίδας
- newspaper critic => Εφημεριδογράφος
- newsreader => παρουσιαστής ειδήσεων
- newsreel => εβδομαδιαία ειδησεογραφική ταινία
- newsroom => Ειδησεογραφικό γραφείο
- newssheet => Εφημερίδα
- newsstand => περίπτερο
- newsstand operator => Περιπτεράς
- newsvendor => Εφημεριδοπώλης
- news-vnder => ειδήσεις-πωλητής ειδήσεων
- newswoman => Δημοσιογράφος
- newsworthiness => ενημερωτική αξία
Definitions and Meaning of new-sprung in English
new-sprung (s)
having just or recently arisen or come into existence
FAQs About the word new-sprung
Νεογέννητο
having just or recently arisen or come into existence
No synonyms found.
No antonyms found.
newsprint => Εφημεριδοποιία, newsperson => Δημοσιογράφος, newspeak => Νεομιλησιά, newspaperwoman => Δημοσιογράφος, newspaperman => εφημεριδογράφος,