Greek Meaning of native bear
Αρκούδα
Other Greek words related to Αρκούδα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of native bear
- native australian => ιθαγενείς Αυστραλοί
- native american => ιθαγενής Αμερικανός
- native alaskan => Οι ιθαγενείς της Αλάσκας
- native => Γηγενής
- nationwide => σε εθνικό επίπεδο
- nationhood => εθνικότητα
- nationalrath => Εθνική Συνέλευση
- nationalness => εθνικότητα
- nationally => εθνικά
- nationalizing => εθνικοποίηση
- native beech => Οξιά
- native cat => Άγρια γάτα
- native cranberry => το αυτόχθονο κράνμπερι
- native fuchsia => Εγγενής φούξια
- native hawaiian => Γηγενείς Χαβανέζοι
- native holly => Κουμαριά
- native land => πατρίδα
- native language => Μητρική γλώσσα
- native orange => τοπικό πορτοκάλι
- native peach => Αυτοφυής ροδάκινο
Definitions and Meaning of native bear in English
native bear (n)
sluggish tailless Australian arboreal marsupial with grey furry ears and coat; feeds on eucalyptus leaves and bark
FAQs About the word native bear
Αρκούδα
sluggish tailless Australian arboreal marsupial with grey furry ears and coat; feeds on eucalyptus leaves and bark
No synonyms found.
No antonyms found.
native australian => ιθαγενείς Αυστραλοί, native american => ιθαγενής Αμερικανός, native alaskan => Οι ιθαγενείς της Αλάσκας, native => Γηγενής, nationwide => σε εθνικό επίπεδο,