Greek Meaning of mural
Τοιχογραφία
Other Greek words related to Τοιχογραφία
Nearest Words of mural
- muralist => Ζωγράφος τοιχογραφιών
- muramidase => μουραμιδάση
- murder => φόνος
- murder charge => κατηγορία για φόνο
- murder conviction => Καταδίκη για φόνο
- murder indictment => Κατηγορία για φόνο.
- murder mystery => Αστυνομική ιστορία
- murder suspect => ύποπτος για φόνο
- murdered => δολοφονηθέντα
- murderee => Δολοφονημένος
Definitions and Meaning of mural in English
mural (n)
a painting that is applied to a wall surface
mural (a)
of or relating to walls
mural (a.)
Of or pertaining to a wall; being on, or in, a wall; growing on, or against, a wall; as, a mural quadrant.
Resembling a wall; perpendicular or steep; as, a mural precipice.
FAQs About the word mural
Τοιχογραφία
a painting that is applied to a wall surface, of or relating to wallsOf or pertaining to a wall; being on, or in, a wall; growing on, or against, a wall; as, a
καμβάς,καμβάς,τοιχογραφία,λάδι,Ζωγραφική,πανοράμα,ακρυλικό,Δίπτυχο,σχεδίαση,Γκουάς
No antonyms found.
murage => φόρος για τείχη, muraenoid => μουραινοειδής, muraenidae => Μουρένες, muraena => Σμέρνα, muon => Μιόνιο,