FAQs About the word mumbler

μουρμουρητής

a person who speaks softly and indistinctlyOne who mumbles.

μουρμούρα,βόγκημα,γογγύζοντας,γκρινιάζω,μουρμούρισμα,ψιθύρι,κουβέντα,Μουρμούρισμα,φήμη,τραύλισμα

αρθρωτός,Μιλήστε δυνατά,Μιλήστε δυνατότερα,εκφωνώ

mumblenews => Φήμες, mumbled => μούγγρισε, mumble => μουρμουρίζω, mumbai => Μουμπάι, mum => μητέρα,