FAQs About the word mouthwash

στοματικό διάλυμα

a medicated solution used for gargling and rinsing the mouth

No synonyms found.

No antonyms found.

mouth-to-mouth resuscitation => Στόμα με στόμα ανάνηψη, mouths => στόματα, mouthpiece => επιστόμιο, mouthpart => στοματικά μόρια, mouth-made => φτιαγμένα με το στόμα,