FAQs About the word mouther

Ομιλητής

One who mouths; an affected speaker.

Παϊδάκια,Πρόσωπο,φάτσα,σαγόνια,Φλυτζάνι,Στόμα,yap,Πρόσωπο,φιλί,κάτω γνάθος

χαμόγελο,χαμόγελο,γέλιο

mouthed => προφορικός, mouthbreeder => Στοματική επώαση, mouth organ => Φυσαρμόνικα, mouth off => μιλάει ακατάλληλα, mouth hole => Στόμα τρύπα,