Greek Meaning of mountain maple
Σφενδάμι του βουνού
Other Greek words related to Σφενδάμι του βουνού
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of mountain maple
- mountain man => ορειβάτης
- mountain male fern => Αρρεναγγίδιο το ορεινό
- mountain lion => πούμα
- mountain lily => Κρίνο του βουνού
- mountain laurel => δάφνη των βουνών
- mountain lady's slipper => κυπρινούδι
- mountain hollyhock => Αλθαία η βουνίση
- mountain hemlock => Τσούγκα του βουνού
- mountain heath => Ρείκι
- mountain grape => Αγριοσταφυλια
- mountain mint => Βουνίσιο δυόσμο
- mountain nyala => Νύαλα της οροσειράς
- mountain oak => Δρυς της ορεινής πεδιάδας
- mountain paca => Ορεινό πάκα
- mountain parsley fern => Μαϊντανός του βουνού
- mountain partridge => Ορεινή πέρδικα
- mountain pass => Ορεινό πέρασμα
- mountain peak => Κορυφή βουνού
- mountain phlox => Φλοξ των βουνών
- mountain pine => Pinus mugo
Definitions and Meaning of mountain maple in English
mountain maple (n)
small shrubby maple of eastern North America; scarlet in autumn
FAQs About the word mountain maple
Σφενδάμι του βουνού
small shrubby maple of eastern North America; scarlet in autumn
No synonyms found.
No antonyms found.
mountain man => ορειβάτης, mountain male fern => Αρρεναγγίδιο το ορεινό, mountain lion => πούμα, mountain lily => Κρίνο του βουνού, mountain laurel => δάφνη των βουνών,