Greek Meaning of morling
Μόρλινγκ
Other Greek words related to Μόρλινγκ
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of morling
- mormal => κανονικός
- mormo => Μόρμο
- mormon => Μορμόνος
- mormon church => Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών
- mormon cricket => Τζιτζίκι των Μορμόνων
- mormon state => Πολιτεία των Μορμόνων
- mormon tabernacle => Ο ναός των Μορμόνων
- mormondom => Ο κόσμος των Μορμόνων
- mormonism => Μορμονισμός
- mormonite => μόρμονας
Definitions and Meaning of morling in English
morling (n.)
Mortling.
FAQs About the word morling
Μόρλινγκ
Mortling.
No synonyms found.
No antonyms found.
morley => Μόρλεϊ, morlett's crocodile => Κροκόδειλος του Μορέλετ, morland => -, morisk => μαυριτανικός, morisco => Μωρίςκος,