Greek Meaning of monarchize
μοναρχία
Other Greek words related to μοναρχία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of monarchize
- monarchized => μοναρχικός
- monarchizer => Μοναρχικός
- monarchizing => μοναρχοποίηση
- monarcho => μοναρχικός
- monarchy => μοναρχία
- monarda => Μελισσόχορτο
- monarda citriodora => Μοναρδία
- monarda clinopodia => Μοναρντα κλινοποδία
- monarda didyma => Μονομίγματος ο δίδυμος
- monarda fistulosa => Μονάρδα η συριγγώδης
Definitions and Meaning of monarchize in English
monarchize (v. i.)
To play the sovereign; to act the monarch.
monarchize (v. t.)
To rule; to govern.
FAQs About the word monarchize
μοναρχία
To play the sovereign; to act the monarch., To rule; to govern.
No synonyms found.
No antonyms found.
monarchist => Μοναρχικός, monarchism => Μοναρχισμός, monarchies => μοναρχίες, monarchical => μοναρχικός, monarchic => μοναρχικός,