FAQs About the word monarchize

μοναρχία

To play the sovereign; to act the monarch., To rule; to govern.

No synonyms found.

No antonyms found.

monarchist => Μοναρχικός, monarchism => Μοναρχισμός, monarchies => μοναρχίες, monarchical => μοναρχικός, monarchic => μοναρχικός,