Greek Meaning of misusage

Κατάχρηση

Other Greek words related to Κατάχρηση

Definitions and Meaning of misusage in English

Webster

misusage (n.)

Bad treatment; abuse.

FAQs About the word misusage

Κατάχρηση

Bad treatment; abuse.

Κακοποίηση,κατάχρηση,εσφαλμένη εφαρμογή,Εκτροπή,διαφθορά,ζημιά,εξευτελισμός,βεβήλωση,καταστροφή,κακομεταχείριση

εφαρμογή,χρήση,Απασχόληση,χρήση

misurato => μετρημένος, misunderstood => παρεξηγημένος, misunderstanding => παρεξήγηση, misunderstander => παρεξηγητής, misunderstand => παρεξήγηση,