Greek Meaning of metric unit
Μονάδα μέτρησης
Other Greek words related to Μονάδα μέτρησης
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of metric unit
- metric ton => μετρικός τόνος
- metric system => μετρικό σύστημα
- metric space => Μετρικός χώρος
- metric linear unit => Μετρική γραμμική μονάδα
- metric hundredweight => μετρικός εκατονταστάθμιο
- metric grain => μετρικός κόκκος
- metric function => Μετρική συνάρτηση
- metric capacity unit => μετρική μονάδα χωρητικότητας
- metric => μετρικός
- metrestick => μεζούρα
Definitions and Meaning of metric unit in English
metric unit (n)
a decimal unit of measurement of the metric system (based on meters and kilograms and seconds)
FAQs About the word metric unit
Μονάδα μέτρησης
a decimal unit of measurement of the metric system (based on meters and kilograms and seconds)
No synonyms found.
No antonyms found.
metric ton => μετρικός τόνος, metric system => μετρικό σύστημα, metric space => Μετρικός χώρος, metric linear unit => Μετρική γραμμική μονάδα, metric hundredweight => μετρικός εκατονταστάθμιο,